ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
- Μόνη. Σκέτο.
Ενδιαφέρεται για : Ανθρώπους. Άδικα.
Προσωπική κατάσταση : Δεν ξέρει αλλά ψάχνει, ψάχνει...
- Οι γυναίκες αυτές, οι μόνες σου λέω, οι κατάμονες, ξέρουν να χαμογελούν,
ξυπνούν κάθε πρωί, στέκονται μπροστά στον καθρέφτη τους, πιάνουν τον εαυτό
τους να παίρνει μιά βαθιά ανάσα και έπειτα βουτάνε τα δάχτυλά τους στο μελάνι,
τρέμει έπειτα το χέρι τους, μα έστω και έτσι, τρεμάμενα ζωγραφίζουν στη θέση που πριν ήταν κλειστό και σφιγγμένο απο χίλιες κουβέντες που δε ξεστόμισαν ποτέ, ένα χαμόγελο.
Σας είπα πρίν, ξέρουν να χαμογελούν.
Έπειτα πληκτρολογούν την ημέρα τους και τη ζωή τους, τα όνειρα που ξέχασαν για λίγο την προηγούμενη νύχτα και μιά βουβή ελπίδα, στο ιμέιλ τους...
Εισέλθετε.
Καλημέρα.
Έρωτας, πίστη, ματιές, τραγούδια.
Νέα απο τον γύρω κόσμο, τον αταξίδευτό της.
Το ΦΒ γίνεται ένας κόσμος γεμάτος χρώματα, γεύσεις και χρώματα.
Και πρόσωπα, τόσα πρόσωπα θεέ μου που ακόμη και αν ξεχυνόταν ώρες, μέρες, χρόνια στους δρόμους, δε θα συναντούσε.
Και τι θαύμα, της μιλούν.
Αυτηνής που χτες τη νύχτα, ξάπλωσε στον μονό της καναπέ, στην μονόκλινή της μοναξιά, μιας που το διπλό κρεβάτι της, εδώ και καιρό, της φωνάζει πως άπλωσε, μεγάλωσε και την διώχνει, μάλλον γιατί της θυμίζει, τα μεγάλα κρεβάτια, ζητούν δυό σώματα ενωμένα κι όχι ένα, κουλουριασμένο.
Και δεν τους προδίδει, δεν τους λέει όχι, σβήνει έναν έναν τους τρόμους των χθεσινών πληγών της και απαντάει.
Καλημέρα.
Και γίνεται η μέρα φωτεινή και γελάνε οι ώρες και η άδεια ζωή, χαμηλώνει και δε φαίνεται.
Και η φωτογραφία της, που ενώ ένιωθε τόση κούραση, τόση θλίψη και που ξέρει πως όλο αυτό ουρλιάζει απο χιλιόμετρα μαζί με τον πόνο της, αρέσει σε όλους!
Τι όμορφη λένε. Όμορφη...
Κι ας βλέπουν πως γερνάει, πως τα μάτια της χάνουν σιγά σιγά την λάμψη τους, πως το σώμα της καμπουριάζει απο τον καιρό που μόνο έσκυβε. Στους γονείς της, στις κακές φιλίες, στον σύζυγο, στα παιδιά που μεγάλωσαν κι έφυγαν, στη μοναξιά της...
Έσκυβε. Μα της είπαν πως είναι όμορφη.
124 λάικ. 125.126.Πως μεγαλώνει τώρα η περηφάνεια, πώς λίγα νούμερα σε μια οθόνη μπορούν να σου πουν πως μια γωνιά στη γη, σου ανήκει. Κι ένας ίσκιος.
Μα είπαμε καλημέρα.
Αγάπες, φιλίες, άνθρωποι σε ένα κουβάρι που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της και της απλώνει μια αγκαλιά, τόσο τεράστια που η γυναίκα, θαρρεί πως της την χάρισε ο θεός.
Αναρτά τραγούδια, στροβιλίζεται μονάχη της στο γυμνό πάτωμα της κουζίνας, λα λα λα λα... Ευτυχία σε μελωδία, μα τι τύχη να αρέσει, να αρέσει.
Στροβιλίζεται και ακούει τις νότες να ρίχνουν τους στενούς τοίχους του σπιτιού της.
Δεν είναι μόνη τώρα, δεν είναι μόνη!
Χτυπάει η καρδιά ξαφνικά αλλιώς.
Και ποθεί μαζί της να βρει ρόλους.
Ξεκινάει με στίχους, σκαρφαλώνει μέσα της ένα ποτάμι από λέξεις που μέχρι τότε δε γνώριζε πως υπήρχαν. Και γράφει, γράφει για αυτά που θέλησε.
Στοιβάζει στις τσέπες της βιβλία με λίγα ψιλά για τσιγάρα, φτάνει, φτάνει αυτό για να 'μαι καλά. Σελίδα λευκή ήμουν, κάτω από τα σεντόνια.
Λα λα λα λα...Γράφει, σωρός οι φλέβες χτυπούν, χτυπούν ξανά και ξανά, γίνεται διάφανη...
Έπειτα ανακατεύει το φαγητό της με λίγες σταγόνες από ελπίδα πίνει μαζί με τον καφέ της, φιλιά και κλεμμένες αγκαλιές, έπειτα κλείνει τις κουρτίνες και ψιθυρίζει, μισόλογα σε εκείνον που νιώθει ως τη σάρκα και τα κόκαλα πως της μοιάζει...
Ψιθυρίζει.
Πίσω από τις κλεισμένες κουρτίνες, αναθαρρεύουν σκέψεις για το πόσο μπορεί να αλλάξουν όλα, να αλλάξουν όλα και εκείνη που με λίγα πλήκτρα παλεύει να αποτυπώσει όλα όσα φοβήθηκε, τώρα γίνεται τεράστια, μπορεί και χαμογελάει χωρίς μελάνι, μιλάει και της αποκρίνονται.
Και στο απέναντι τζάμι - πατώντας πλήκτρα ξανά και ξανά, περιμένει αυτός.
Αύριο, ίσως αύριο να ανοίξει την πόρτα της, να βγει με λυτά τα μαλλιά και χωρίς να ζωγραφίσει χαμόγελο, να τον δει να στέκεται απέξω για αυτήν.
Βράδιασε.
Ένα κουμπί και η μοναξιά τρυπώνει πάλι από το παράθυρό της.
Καληνύχτα, δεν πρόλαβα να πω καληνύχτα.
Αποσυνδεθήκατε.
- Μόνη. Σκέτο.
Ενδιαφέρεται για : Ανθρώπους. Άδικα.
Προσωπική κατάσταση : Δεν ξέρει αλλά ψάχνει, ψάχνει...
- Οι γυναίκες αυτές, οι μόνες σου λέω, οι κατάμονες, ξέρουν να χαμογελούν,
ξυπνούν κάθε πρωί, στέκονται μπροστά στον καθρέφτη τους, πιάνουν τον εαυτό
τους να παίρνει μιά βαθιά ανάσα και έπειτα βουτάνε τα δάχτυλά τους στο μελάνι,
τρέμει έπειτα το χέρι τους, μα έστω και έτσι, τρεμάμενα ζωγραφίζουν στη θέση που πριν ήταν κλειστό και σφιγγμένο απο χίλιες κουβέντες που δε ξεστόμισαν ποτέ, ένα χαμόγελο.
Σας είπα πρίν, ξέρουν να χαμογελούν.
Έπειτα πληκτρολογούν την ημέρα τους και τη ζωή τους, τα όνειρα που ξέχασαν για λίγο την προηγούμενη νύχτα και μιά βουβή ελπίδα, στο ιμέιλ τους...
Εισέλθετε.
Καλημέρα.
Έρωτας, πίστη, ματιές, τραγούδια.
Νέα απο τον γύρω κόσμο, τον αταξίδευτό της.
Το ΦΒ γίνεται ένας κόσμος γεμάτος χρώματα, γεύσεις και χρώματα.
Και πρόσωπα, τόσα πρόσωπα θεέ μου που ακόμη και αν ξεχυνόταν ώρες, μέρες, χρόνια στους δρόμους, δε θα συναντούσε.
Και τι θαύμα, της μιλούν.
Αυτηνής που χτες τη νύχτα, ξάπλωσε στον μονό της καναπέ, στην μονόκλινή της μοναξιά, μιας που το διπλό κρεβάτι της, εδώ και καιρό, της φωνάζει πως άπλωσε, μεγάλωσε και την διώχνει, μάλλον γιατί της θυμίζει, τα μεγάλα κρεβάτια, ζητούν δυό σώματα ενωμένα κι όχι ένα, κουλουριασμένο.
Και δεν τους προδίδει, δεν τους λέει όχι, σβήνει έναν έναν τους τρόμους των χθεσινών πληγών της και απαντάει.
Καλημέρα.
Και γίνεται η μέρα φωτεινή και γελάνε οι ώρες και η άδεια ζωή, χαμηλώνει και δε φαίνεται.
Και η φωτογραφία της, που ενώ ένιωθε τόση κούραση, τόση θλίψη και που ξέρει πως όλο αυτό ουρλιάζει απο χιλιόμετρα μαζί με τον πόνο της, αρέσει σε όλους!
Τι όμορφη λένε. Όμορφη...
Κι ας βλέπουν πως γερνάει, πως τα μάτια της χάνουν σιγά σιγά την λάμψη τους, πως το σώμα της καμπουριάζει απο τον καιρό που μόνο έσκυβε. Στους γονείς της, στις κακές φιλίες, στον σύζυγο, στα παιδιά που μεγάλωσαν κι έφυγαν, στη μοναξιά της...
Έσκυβε. Μα της είπαν πως είναι όμορφη.
124 λάικ. 125.126.Πως μεγαλώνει τώρα η περηφάνεια, πώς λίγα νούμερα σε μια οθόνη μπορούν να σου πουν πως μια γωνιά στη γη, σου ανήκει. Κι ένας ίσκιος.
Μα είπαμε καλημέρα.
Αγάπες, φιλίες, άνθρωποι σε ένα κουβάρι που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της και της απλώνει μια αγκαλιά, τόσο τεράστια που η γυναίκα, θαρρεί πως της την χάρισε ο θεός.
Αναρτά τραγούδια, στροβιλίζεται μονάχη της στο γυμνό πάτωμα της κουζίνας, λα λα λα λα... Ευτυχία σε μελωδία, μα τι τύχη να αρέσει, να αρέσει.
Στροβιλίζεται και ακούει τις νότες να ρίχνουν τους στενούς τοίχους του σπιτιού της.
Δεν είναι μόνη τώρα, δεν είναι μόνη!
Χτυπάει η καρδιά ξαφνικά αλλιώς.
Και ποθεί μαζί της να βρει ρόλους.
Ξεκινάει με στίχους, σκαρφαλώνει μέσα της ένα ποτάμι από λέξεις που μέχρι τότε δε γνώριζε πως υπήρχαν. Και γράφει, γράφει για αυτά που θέλησε.
Στοιβάζει στις τσέπες της βιβλία με λίγα ψιλά για τσιγάρα, φτάνει, φτάνει αυτό για να 'μαι καλά. Σελίδα λευκή ήμουν, κάτω από τα σεντόνια.
Λα λα λα λα...Γράφει, σωρός οι φλέβες χτυπούν, χτυπούν ξανά και ξανά, γίνεται διάφανη...
Έπειτα ανακατεύει το φαγητό της με λίγες σταγόνες από ελπίδα πίνει μαζί με τον καφέ της, φιλιά και κλεμμένες αγκαλιές, έπειτα κλείνει τις κουρτίνες και ψιθυρίζει, μισόλογα σε εκείνον που νιώθει ως τη σάρκα και τα κόκαλα πως της μοιάζει...
Ψιθυρίζει.
Πίσω από τις κλεισμένες κουρτίνες, αναθαρρεύουν σκέψεις για το πόσο μπορεί να αλλάξουν όλα, να αλλάξουν όλα και εκείνη που με λίγα πλήκτρα παλεύει να αποτυπώσει όλα όσα φοβήθηκε, τώρα γίνεται τεράστια, μπορεί και χαμογελάει χωρίς μελάνι, μιλάει και της αποκρίνονται.
Και στο απέναντι τζάμι - πατώντας πλήκτρα ξανά και ξανά, περιμένει αυτός.
Αύριο, ίσως αύριο να ανοίξει την πόρτα της, να βγει με λυτά τα μαλλιά και χωρίς να ζωγραφίσει χαμόγελο, να τον δει να στέκεται απέξω για αυτήν.
Βράδιασε.
Ένα κουμπί και η μοναξιά τρυπώνει πάλι από το παράθυρό της.
Καληνύχτα, δεν πρόλαβα να πω καληνύχτα.
Αποσυνδεθήκατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου