Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ε.ε. κάμμινγκς (edward estlin cummings), «λοιπόν ας φιληθούμε - ερωτικά ποιήματα»



μ’ αρέσει το σώμα μου όταν είναι με το
σώμα σου. Είναι κάτι εντελώς πρωτοφανές. 
Μύες καλύτεροι και νεύρα περισσότερα.
μ΄ αρέσει το σώμα σου. μ’ αρέσει αυτό που κάνει,
πώς το κάνει. μ’ αρέσει να νιώθω τη σπονδυλική σου
στήλη και κάθε κόκαλο του σώματός σου, και την 
τρεμουλιαστή
-σφιχτο-απαλότητα και αυτήν που εγώ θα
ξανά και ξανά και ξανά
φιλήσω, μ’ αρέσει να φιλώ αυτό κι εκείνο πάνω σου,
μ’ αρέσει, να χαϊδεύω αργά το, ανασηκωμένο χνούδι 
της ηλεκτρικής σου γούνας, και αυτό-που έρχεται 
μέσα από σάρκα που ανοίγει….Και μάτια μεγάλα
ερωτο-ψίχουλα,
και ίσως μ αρέσει η συγκίνηση

κάτω από μένα εσύ πρωτοφανής

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Γιώργος Σεφέρης, « Πάνω σ'έναν ξένο στίχο» Στὴν Ἕλλη, Χριστούγεννα 1931.

 Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἀρματωσιὰ 

μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του, σὰν τὶς 
φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.

Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σὰν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατί γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος κανείς.

Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ 
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη•
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω 
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας 
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.

Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάντασμα 
τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπό του 
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ βγαίνει
ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί του
ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ' ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια της γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια. 
Ἁπλώνει μιὰ παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.

Θὰ 'λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ' ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀκούσεις
ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ' ἀνάμεσό μας•
τόσα περίπλοκα τέρατα, ποὺ δέ μας ἀφήνουν νὰ στοχαστοῦμε
πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πάλεψε 
μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ μὲ τὸ σῶμα.

Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας• ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ ξύλινο ἄλογο
καὶ oἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πὼς ἔρχεται νὰ μ' ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω κι ἐγὼ
ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου Τροία.

Γιατί μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ Ἐρωτόκριτου,
μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια•
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας
τὴν ἀντίδικη μοῖρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ σου 

φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή σου νὰ γίνεται τιμόνι.

Καὶ νά 'σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρνητος σὰν
τ' ἄχερο στ' ἁλώνι.

Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στὰ 
στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθαμένους,
ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ ἀπομέναν.

Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμάσουν ἂv ἦταν
καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γοργόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στὴν
καρδιὰ τοῦ χειμώνα.



Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Κωστής Παλαμάς, «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»

Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.

Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.

Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι                την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.


Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Κική Δημουλά, «ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΣΗ»




Τὰ ἀκατόρθωτα – μὴ σὲ ἀπασχολεῖ –
θὰ τὰ προμηθευτῶ ἐγώ.

Ἐσὺ φέρε μόνο τὸ χέρι σου στὸν ὦμο μου
δέσ᾿ το γιὰ σιγουριὰ ἀπὸ μιὰ φλέβα τοῦ λαιμοῦ
ἄδειασέ με ὅλη μέσα
αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ ἀναλογία
σ᾿ ἕνα χέρι ἕνας ἄνθρωπος
ἀνακάτεψε καλὰ νὰ γίνει λεῖο σφιχτὸ τὸ μεῖγμα
τάχα νὰ ἐπισκευάσεις μιὰ παράλειψη παλιά

νὰ γίνει σὰν καινούργια σοῦ παράγγειλε
τὸ κατορθωτό.


Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Κώστας Καρυωτάκης, "ένα ξερό δαφνόφυλλο…" . Στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο ποίημα είναι άτιτλο, από την συλλογή "Ελεγεία και Σάτιρες" (1927).



Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει,
το πρόσχημα του βίου σου, και θ' απογυμνωθείς.
Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παραμοιωθείς
που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση.


Κι αφού πια τότε θα' ναι αργά νέες χίμαιρες να πλάσεις
ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά,
θ' ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά,
κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα γελάσεις.


Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Pablo Neruda, «Γυναικείο σώμα»


Γυναικείο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα,

μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.
Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει
και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.

Ήμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καλή ώρα.

Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.
Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,
σ' έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.

Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ' αγαπάω.

Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια
κι από άπληστο γάλα και κραταιό.
Ω, τ' αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας!
Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!

Σώμα της δικιά μου γυναίκας,

υπήκοος θα 'μαι πιστός των θέλγητρών σου.
Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου!
Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,
και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.



Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Αλκυόνη Παπαδάκη, ''Στο ακρογιάλι της ουτοπίας'' (απόσπασμα)














Αν έχεις νυχτωθεί σ' ένα ποτάμι ορμητικό, μη φοβηθείς.
Να ξέρεις πως τα νούφαρα είναι πάντα σίγουρα για τον ήλιο.
Κι ακόμα πως το ποτάμι, όσο ορμητικό και  να 'ναι
λίγο πιο κάτω ξεκουράζεται.
Κάνει πλάτωμα για να καθρεφτιστεί ο Θεός.
Άκου και εμένα κάτι ξέρω....


Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Σοφία Σεραφειμίδη, «Ευθείες της τεθλασμένης»




Σ’ αυτόν τον απερίγραπτο κόσμο βρεθήκαμε
Δυό ευθείες της τεθλασμένης
Να παλεύουμε για ένα άγγιγμα.

Σοφία Σεραφειμίδη




Σοφία Σεραφειμίδη, «Διαδρομή»

To ξέρω πως κάποτε θα ‘ρθει ο καιρός
που θα ‘χεις στερέψει, και τότε θα ‘ρθω
εθελόντρια από την χώρα των Φαιάκων
για να γίνω πάλι η Μούσα σου

το ξέρω πως θα ‘ρθει αναπόφευκτα
κι 0 ο καιρός που θα ‘χω πια νικηθεί
και τότε θα ‘ρθεις μισθοφόρος
για να πάρεις τα λάφυρα

όμως  τ ώ ρ α  που εξαντλούμαι
σε διαδρομές ανυπόταχτες
μη μ’ αναζητάς για να γίνω η πυξίδα σου
μάταιο πόνημα σε καιρό θολερό

πάντα τυχαίνει να ‘ναι η κατάσταση αλλιώς
 πάντα προφτάνει και συμβαίνει το μοιραίο
κι  ένα λάθος πάει πριν το σωστό
σκίσε τους χάρτες σου γιατί την δική μου
πατρίδα δεν την γράφουν

και θα σε πάνε σε τόπο που δεν υπάρχω εγώ. 

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Gioconda Belli, Η πένθιμη μοναξιά της Κυριακής

Είμαι εδώ —
γυμνή,
πάνω στα μοναχικά σεντόνια
τούτης της κλίνης όπου σε ποθώ.
Το κορμί μου κοιτάζω,
ροδαλό και λείο στον καθρέφτη,
το σώμα μου 
που υπήρξε η ακόρεστη γη των φιλιών σου,
αυτό το σώμα το γεμάτο αναμνήσεις
απ’ το ανήμερο πάθος σου,
που πάνω του πάλεψες μάχες όλο ιδρώτα
σε ατέλειωτες νύχτες στεναγμών και γέλιων
και αχών σπηλαίων μου εσωτάτων.
Τα στήθη μου κοιτάζω
που χαμογελώντας τα συνταίριαζες
στην παλάμη του χεριού σου,
και που σαν μικρά πουλιά τα πίεζες
στα κλουβιά σου από πέντε σιδερόβεργες,
ενώ ένα λουλούδι εκρηγνυόταν
προσκρούοντας με την στεφάνη του
στη γλυκειά σου σάρκα.
Τα πόδια μου κοιτάζω,
απαλούς κι ατέρμονους ειδήμονες των χαδιών σου,
που νευρικά και γρήγορα στις κλειδώσεις σου τυλίγονταν
για να σ’ ανοίξουνε τους δρόμους της απωλείας
προς το ίδιο κέντρο το δικό μου
και την χλοερή βλάστηση του όρους
όπου εξύφανες μάχες βουβές 
εστεμμένες ηδονή,
προανηγγειλμένες από εκπυρσοκροτήσεις
και πρωτόγονους κεραυνούς.
Με κοιτάζω, μα δε με βλέπω,
καθρέφτης δικός σου είναι αυτός που πένθιμα ξαπλώνει
πάνω σ’ αυτήν τη μοναξιά της Κυριακής,
ένας καθρέφτης ροδαλός,
εκμαγείο κενό που αναζητά το άλλο του ημισφαίριο.
Βρέχει  — αλύπητα βρέχει
στο πρόσωπό μου
και σκέφτομαι μονάχα τη μακρινή αγάπη σου
καθώς σκεπάζω
με τις δυνάμεις μου όλες
την ελπίδα.


Γ. Σεφέρης, "Ερωτικός Λόγος"

Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ






Α'

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

Β'

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό

ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...

Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Γ'

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.

Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

Δ'

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς

Ε'

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά

τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30


(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Χρῖστος Λάσκαρης, «Ο ΚΗΠΟΣ»


Ποτὲ δὲν ὑποπτεύεσαι
πόσο παλεύει μὲ τὴν παγωνιὰ ὁ πεθαμένος κῆπος
γιὰ νὰ χαρίσει στὰ πουλιὰ τὴν ἄνοιξη.
Ποτὲ οἱ μέλισσες
πού θὰ ρουφοῦν τὰ ἄνθη του,
πῶς βγῆκε ἀπὸ τὸ θάνατο δὲ θὰ γνωρίσουν
κι οἱ πεταλοῦδες
θὰ ’ναι πάντα ξέγνοιαστες.
Μόνο αὐτὸς θὰ ξέρει·
αὐτὸς ποὺ ἔζησε τὴν περιπέτεια τοῦ νεκροῦ
καὶ εἶναι
μὲς στὴν ὀμορφιὰ του λυπημένος.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Κική Δημουλά, «Λίγο λίγο αντίο»

Τοις μετρητοίς μην παίρνεις την απώλεια.
Είναι τερατολόγος μελοδραματική.
Κακώς σπεύδεις να προμηθεύεσαι
μεγάλο μήκος λύπης.
Θα σου περισσέψει

διότι ολόκληρο, όλο μαζί
τίποτα δε χάνεται.
Διαρκώς θα υπολείπεται κάτι δικό του
ακόμα να χαθεί.

Όπως τα πλοία
έτσι και της υπάρξεως τα συμπτώματα
για να αποβαρυνθεί ο κλυδωνιζόμενος
διάπλους
αδειάζουνε στο πέλαγος λίγο λίγο
πλεονάζον φορτίο
είτε είναι σώματος οι προμήθειες
είτε σακιά με τον υδρόφιλο βάμβακα ψυχής.

Χάνεται κάτι θεωρητικά
αλλά στην πράξη θα υπολείπεται
λίγο η έλλειψη του να χαθεί.

Όλα
αργή αργή απώλεια σαδιστική τα γέννησε.

Τάσος Λειβαδίτης, «Σε παλιό στυλ»

Οι εραστές είναι ακριβά κύπελλα, όπου ο ένας πίνει τον άλλο.
Το πρωί πηγαίνουν σε ολοπόρφυρους, βασιλικούς δρόμους
και το βράδυ πλαγιάζουν σε κρεβάτια κι από θρύλους πιο βαθιά.
Κι αν καμιά φορά τους δεις να παραπατάνε
ή να παίρνουν μονοπάτια άγνωστα και μυθικά- μην ξαφνιαστείς,
γιατί οι εραστές είναι τυφλοί, με τα ωχρά τους βλέφαρα κλειστά
ο ένας από τη λάμψη του άλλου. Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο αγγίζονται,
μα οι ρόγες των δαχτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια,
τα πάντα έκπληκτα, μάτια του Θεού.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Γιώργος Σεφέρης, Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα


Α'

Φύλλα από σκουριασμένο τενεκέ
για το φτωχό μυαλό που είδε το τέλος·
τα λιγοστά λαμπυρίσματα.
Φύλλα που στροβιλίζουνται με γλάρους
αγριεμένους με το χειμώνα.

Όπως ελευθερώνεται ένα στήθος
οι χορευτές έγιναν δέντρα
ένα μεγάλο δάσος γυμνωμένα δέντρα.


Β'

Καίγουνται τ' άσπρα φύκια
Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα
σχήματα που άλλοτε χορεύαν
μαρμαρωμένες φλόγες.
Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.


Γ'

Οι σύντροφοι μ' είχαν τρελάνει
με θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρες
και τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα—
καλύτερα να μέναν μακριά.
Πού θα μας φέρουν τέτοιοι δρόμοι;
Όμως η μέρα εκείνη που άρχισε
μπορεί δεν έσβησε ακόμη
με μια φωτιά σ' ένα φαράγγι σαν τριαντάφυλλο
και μια θάλασσα ανάερη στα πόδια του Θεού.


Δ'

Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.


Ε'

Ποιός βουρκωμένος ποταμός μας πήρε;
Μείναμε στο βυθό.
Τρέχει το ρέμα πάνω απ' το κεφάλι μας
λυγίζει τ' άναρθρα καλάμια·

οι φωνές
κάτω απ' την καστανιά γίναν χαλίκια
και τα πετάνε τα παιδιά.


ΣΤ'

Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα
καθώς αφήνεις το βιβλίο
και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων
ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι
αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν
ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες
σ' όλα τ' αυλάκια του κορμιού
που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.

Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή
που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος


Ζ'

Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα
όχι με των στιγμών το στάλαγμα
αλλά μια λάμψη, μονομιάς·
όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο
κι απόμειναν καθηλωμένοι
ή όπως
ρυθμός της μουσικής που μένει
εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα

αμετάθετος.

Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα
οιακισμός κεραυνού.